- κονδυ
- κόνδυ-υος τό (перс.) чаша, кубок Men.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόνδυ — κόνδυ, υος, τὸ, πληθ. υα (ΑM) είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση… … Dictionary of Greek
κονδύλιον — κονδύλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κόνδυ*) ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού κόνδυ το λ με επίδραση πιθ. τού κόνδυλος*] … Dictionary of Greek
кандия — кандея медная чаша, служившая в монастырях колокольчиком (Мельников и др.), цслав. кандиɪа саmраnа (Мi. LР 282), укр. кандiйка, кондiйка деревянный сосуд для освящения воды в церкви , др. русск. кандиɪа, Проск. Арсен. Сухан. 279, 280. Вероятно,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… … Dictionary of Greek